- τηγανίτης
- ο, ΝΑ, και ταγηνίτης Αη τηγανίτα.[ΕΤΥΜΟΛ. < τήγανον / τάγηνον + κατάλ. -ίτης (πρβλ. ζυμ-ίτης, πιτυρ-ίτης)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τηγανίτης — τηγανί̱της , τηγανίτης pancake masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τηγανῖται — τηγανίτης pancake masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τηγανίτας — τηγανί̱τᾱς , τηγανίτης pancake masc acc pl τηγανί̱τᾱς , τηγανίτης pancake masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταγηνίτης — ὁ, Α (αττ. τ.) βλ. τηγανιτής … Dictionary of Greek
τηγανίτα — η, Ν γλύκισμα από χυλό αλευριού, τηγανισμένο σε καφτό λάδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < τηγανίτης, με αλλαγή γένους κατά το πίτα] … Dictionary of Greek